ατρέκεια

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

ἀτρέκεια και ιων. τ. ἀτρεκίη, -κείη, -κηΐη, η (Α) ατρεκής
1. αλήθεια, πραγματικότητα, βεβαιότητα
2. (η αιτ. ως επίρρ.) τὴν ἀτρέκειαν
με βεβαιότητα
3. (στον Πίνδαρο) προσωποποίηση της δικαιοσύνης.