αυλακιά

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277

Greek Monolingual

η
1. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι
2. η λουρίδα σε κήπο όπου φυτεύονται τα κηπευτικά («μια αυλακιά ντομάτες»)
3. τμήμα αγρού του οποίου η έκταση καθορίζεται από τις αυλακιές κατά τη σπορά («έσπειρα τρεις αυλακιές»).