ἀχάλκωτος
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
English (LSJ)
ον, lit.
A not brazened: without money, κυνοῦχος AP6.298 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 417] κυνοῦχος, nicht mit Erz beschlagen, Leon. Tar. 11 (VI, 298).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non garni de (clous de) cuivre (collier de chien).
Étymologie: ἀ, χαλκόω.
Spanish (DGE)
-ον carente de dinero κυνοῦχον AP 6.298 (Leon.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀχάλκωτος, -ον) [[[χαλκώ]] (-όω)]
αυτός που δεν έχει επιχαλκωθεί
αρχ.
ο χωρίς χρήματα.