βαφτιστήρι

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

το και βαπτιστήριο (AM βαπτιστήριον)
τόπος ή κτίσμα όπου γινόταν η τελετουργία του βαφτίσματος
νεοελλ.
1. κολυμπήθρα
2. το παιδί που βάφτισε κάποιος ως ανάδοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφτιστήρι < βαπτιστήριον < βαπτίζω.