βαφτιστήρι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
το και βαπτιστήριο (AM βαπτιστήριον)
τόπος ή κτίσμα όπου γινόταν η τελετουργία του βαφτίσματος
νεοελλ.
1. κολυμπήθρα
2. το παιδί που βάφτισε κάποιος ως ανάδοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφτιστήρι < βαπτιστήριον < βαπτίζω.