βαφτιστήρι
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
το και βαπτιστήριο (AM βαπτιστήριον)
τόπος ή κτίσμα όπου γινόταν η τελετουργία του βαφτίσματος
νεοελλ.
1. κολυμπήθρα
2. το παιδί που βάφτισε κάποιος ως ανάδοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βαφτιστήρι < βαπτιστήριον < βαπτίζω.