βιβλιοδεσία

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

η
η ένωση των φύλλων χειρογράφου ή βιβλίου και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το δέσιμο, το στάχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται στον Εμμανουήλ Ροΐδη].