κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ηη ένωση των φύλλων χειρογράφου ή βιβλίου και η κάλυψή τους με προστατευτικό κάλυμμα, το δέσιμο, το στάχωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιοδέτης. Η λ. μαρτυρείται στον Εμμανουήλ Ροΐδη].