βορίζω

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540

Spanish (DGE)

dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.

Greek Monolingual

βοριάς
1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος
2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.