Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau
dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.
βοριάς
1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος
2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.