βιαιομάχος
From LSJ
English (LSJ)
(cod. Pal. -μάχας) ᾰ], ὁ,
A fighting violently, AP6.129 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 444] mit Gewalt streitend, Leon. Al. 28 (VI, 129).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
luchador violento, AP 6.129 (Leon.).
Greek Monolingual
βιαιομάχος, ο (Α)
αυτός που μάχεται βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίαιος + -μαχος < μάχομαι.