γκιόστρα
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Greek Monolingual
και γιόστρα, η (Μ τζόστρα)
μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra].