γκιόστρα

From LSJ

Βραδὺς πρὸς ὀργὴν ἐγκρατὴς φέρειν γενοῦ → Ad iram tardus devita impotentiam → Sei zögerlich im Zorn, ertrage ihn mit Macht

Menander, Monostichoi, 60

Greek Monolingual

και γιόστρα, η (Μ τζόστρα)
μονομαχία εφίππων, κονταροχτύπημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giostra].