κονταροχτύπημα
From LSJ
Greek Monolingual
και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) κονταροχτυπώ
αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα.