γλωσσοπλάστης

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

ο
αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό].