δηλητηριώδης

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλητηριώδης Medium diacritics: δηλητηριώδης Low diacritics: δηλητηριώδης Capitals: ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΗΣ
Transliteration A: dēlētēriṓdēs Transliteration B: dēlētēriōdēs Transliteration C: dilitiriodis Beta Code: dhlhthriw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A noxious, Dav.Proll.32.26.

German (Pape)

[Seite 560] ες, schädlich, giftig; Arist. plant. 1, 7; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δηλητηριώδης: -ες, βλαπτικός, «φαρμακερός», Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 2.

Spanish (DGE)

-ες
1 nocivo, dañino, mortal, venenoso ποιότης Steph.in Gal.305, 329, Gr.Nyss.Pss.85.17, cf. Ael.Prom.64.37, ἀναθυμίασις δ. καὶ πονηρά Aët.5.95, cf. Paul.Aeg.2.34, Dauid Prol.32.26, ὑδράργυρος Zos.Alch.201.15, δύναμις Aët.1.18, cf. 399, 413, Paul.Aeg.7.3 (p.271)
subst. τὰ θεριώδη los animales venenosos Nemes.Nat.Hom.M.40.532A.
2 fig. pernicioso Gr.Nyss.Eun.2.561.

Greek Monolingual

-ες (AM δηλητηριώδης, -ες) δηλητήριον
αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριοδηλητηριώδης όφις»)
2. φρ. «δηλητηριώδεις εκφράσεις, λόγοι κ.λπ.» — προσβλητικοί, πειρακτικοί.