διαγώνισμα
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
το
1. ο διαγωνισμός
2. το γραπτό δοκίμιο διαγωνισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξέν. όρου
πρβλ. γαλλ. concours. Η λ. μαρτυρείται στον Αδ. Κοραή].