δημοπράτης

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοπράτης Medium diacritics: δημοπράτης Low diacritics: δημοπράτης Capitals: ΔΗΜΟΠΡΑΤΗΣ
Transliteration A: dēmoprátēs Transliteration B: dēmopratēs Transliteration C: dimopratis Beta Code: dhmopra/ths

English (LSJ)

[ᾱ], ου, ὁ,

   A auctioneer of public goods, Poll.9.10.

Greek Monolingual

ο (Α δημοπράτης)
αυτός που πουλάει κάτι σε δημοπρασία
αρχ.
αυτός που εκποιεί δημόσια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -πράτης < πράτης < πιπράσκω «πουλάω»].