καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναι → sorrow is that which hinders motion
η(σε συνεκφορά με την αντων. καμιά) περίπου δέκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + (κατάληξη) -αριά].