διάκομμα

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάκομμα Medium diacritics: διάκομμα Low diacritics: διάκομμα Capitals: ΔΙΑΚΟΜΜΑ
Transliteration A: diákomma Transliteration B: diakomma Transliteration C: diakomma Beta Code: dia/komma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut, gash, Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.    II breach in an embankment, PPetr.3p.80, al.

Greek (Liddell-Scott)

διάκομμα: τό, πληγὴ ἐκ κοψίματος, Ἱππ. Προρρ. 100.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. corte, herida Hp.Prorrh.2.15, Gal.12.816.
2 brecha, abertura en un canal de irrigación τὰ διακόμματα τῆς ... διώρυγος PPetr.3.38(a).2.19 (III a.C.), διὰ τὸ μὴ ἐπικεχῶσθαι τὰ διακόμματα PPetr.2.37.1b.14 (III a.C.), τὰ διακόμματα παλαιῶν χωμάτων PPetr.3.45.2.4 (III a.C.), cf. PTeb.781.14 (II a.C.), Ostr.1025 (ptol.).

Greek Monolingual

διάκομμα, το (Α) διακόπτω
πληγή από κόψιμο.