διασφίγγω
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
A bind tight, ζώναις τὴν κοιλίαν Erasistr. ap. Gell.16.3.8, cf. Antyll. ap. Orib.7.9.3, Aret.SA1.5:—Pass., [σώματα] κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμένα narrow-waisted, Eun.Hist.p.234D.; also σφραγῖσι χρυσοδέτοις δ. ib.p.255 D.; dub.l. ib.p.261 D.
German (Pape)
[Seite 605] durch-, festschnüren, bei Gell. N. A. 16, 3.
Greek (Liddell-Scott)
διασφίγγω: σφίγγω ἰσχυρῶς, δένω σφικτά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
Spanish (DGE)
1 sujetar c. ac. del cuerpo o partes de él y dat. instrum. ζώναις ... τὴν κοιλίαν Erasistr.284, δεσμοῖς τὰ κάτω ... μέρη Paul.Aeg.3.61.3, cf. 6.88.8, sólo c. ac. τὰ κατάρχοντα μέλεα Aret.SA 1.5.3, en v. pas. δεσμοῖς οἱ πόδες διασφιγγέσθωσαν Paul.Aeg.3.6.2, cf. AB 36.12
•en perf. pas. estar sujeto τὰ σώματα ... κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμένα Eun.Hist.37, σφραγῖσι χρυσοδέτοις διεσφιγμένοι Eun.Hist.62.2.
2 abs. sujetar con un vendaje εἰ μὲν κατωτέρω τοῦ μυὸς παντὸς ... διασφίγγοιμεν Antyll. en Orib.7.9.3.
3 fig. sujetar, constreñir ταῖς ἀλύτοις ἀνάγκαις ... τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.7.17, cf. Apoll.206.29.
4 medic. estrechar, obstruir πνεύματι βιαίῳ ... πόρους por efecto de la gota, Luc.Trag.19.