δίεση

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458

Greek Monolingual

η (Α δίεσις) διίημι
μουσ. ημιτόνιο
νεοελλ.
μουσ. σημάδι το οποίο σημειώνεται πάνω από έναν φθόγγο και δηλώνει ότι πρέπει να ανυψωθεί κατά ένα ημιτόνιο
αρχ.
1. διαβίβαση, δίοδος
2. απόλυση
3. απελευθέρωση, εκφόρτωση
4. διαζύγιο
5. ύγρανση, κατάβρεγμα.