διαχώρημα
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
English (LSJ)
ατος, τό,
A excrement, Hp.Aph.2.14, Str. 14.5.14, Aret.SA2.5, etc.
German (Pape)
[Seite 614] τό, das Durchgegangene, Stuhlgang, Medic. u. Strab. im plur.
Greek (Liddell-Scott)
διαχώρημα: τό, περίττωμα, κόπρος, Ἱππ. Ἀφ. 1244, κτλ.· -οὕτω, διαχώρησις, εως, ἡ, ἀποπάτησις, ἐκκένωσις, αὐτόθι 1245, κτλ., Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 14, 15· -διαχωρητικός, ή, όν, εὔπεπτος, εὐκοίλιος, Ἱππ. Ἀέρ. 284, κτλ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 excremento, deposición Hp.Aph.2.14, Prorrh.2.23, Hum.4, Coac.590, Phylotim.6, Str.14.5.14, Aret.SA 2.5.2, Gal.5.772, Alex.Aphr.Pr.2.9.
2 sección, división de suelo, cubierto de mosaico Bull.Epigr.1968.478 (Sardes IV d.C.), cf. διάχωρον 1.