Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
-ον célebre, Gloss.2.58.
διάφημος, -ον (Μ)
ξακουστός, ονομαστός [«πάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «].