διάφημος

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329

Spanish (DGE)

-ον célebre, Gloss.2.58.

Greek Monolingual

διάφημος, -ον (Μ)
ξακουστός, ονομαστόςπάγκαλος η διάφημος η ακουστή εκείνη (ενν. κόρη) «].