πάγκαλος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ καιρὸς οὐκ ὄντας ποιεῖ φίλους → Occasione amicus fit, qui non fuit → Die rechte Zeit macht manchen, der's nicht ist, zum Freund

Menander, Monostichoi, 446
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγκᾰλος Medium diacritics: πάγκαλος Low diacritics: πάγκαλος Capitals: ΠΑΓΚΑΛΟΣ
Transliteration A: pánkalos Transliteration B: pankalos Transliteration C: pagkalos Beta Code: pa/gkalos

English (LSJ)

η, ον, all or very beautiful, good, or right, Ar.Pl.1018, Pl.Smp. 204c, Phdr.276e, Lg.722c, Min.319c; π. ᾠά Theopomp. Com.9, etc. Adv. παγκάλως Hp.Art.70, E.Fr.285.7; π. ἔχειν Pl.Phdr.230c; π. ἐναντιοῦσθαι, θορυβεῖν, Id.Ap.31d, Euthd.303b, cf. Cra.396a, Euthphr.7a.

German (Pape)

[Seite 435] auch fem. παγκάλη, Plat. (in VLL., bes. bemerkt), ganz, durchaus schön; τάς τε χεῖρας παγκάλους ἔχειν μ' ἔφη, Ar. Plut. 1018; θεῖα καὶ πάγκαλα ἀγάλματα, Plat. Conv. 216 e, öfter; παγκάλη ἀνάπαυλα, Legg. IV, 722 c; παιδιά, Phaedr. 276 d; ἵπποι, Hipp. mai. 288 c. – Sp. auch im superlat. παγκάλλιστος. – Adv. παγκάλως, ἔχειν Plat. Phaedr. 230 c, λέγειν Rep. I, 331 e, öfter, wie Sp.

French (Bailly abrégé)

η ou ος, ον :
tout à fait beau.
Étymologie: πᾶς, καλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγκαλος -ον [πᾶς, καλός] heel mooi, zeer fraai; adv.. παγκάλως ἔχειν in topvorm zijn Plat. Phaedr. 230c.

Russian (Dvoretsky)

πάγκᾰλος: и 3 чрезвычайно красивый, прекрасный (ἀγάλματα, ἵπποι, παιδιά Plat.; χεῖρες Arph.; κύων Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α πάγκαλος, -ον, θηλ. και παγκάλη)
ο πιο ωραίος, ωραιότατος, κάλλιστος
αρχ.
ο πιο σωστός, ορθότατος.
επίρρ...
παγκάλως (Α παγκάλως)
με πάγκαλο τρόπο, ωραιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καλός].

Greek Monotonic

πάγκᾰλος: -ον και -η, -ον, εντελώς όμορφος, καλός ή ευγενής, σε Αριστοφ., Πλάτ.· επίρρ. -λως, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πάγκᾰλος: -ον, Ἀριστοφ. Πλ. 1018, ἀλλὰ η, ον, Πλάτ. Φαῖδρ. 276Ε, Νόμ. 722C· ― ὡραιότατος, κάλλιστος, εὐγενέστατος, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Συμπ. 204C, 216E, κ. ἀλλ.· ᾠὰ πάγκαλα Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 3. Ἐπίρρ., -λως, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833, Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 7, Πλάτ. κτλ.· π. ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230C.

Middle Liddell

πάγ-κᾰλος, ον,
all beautiful, good or noble, Ar., Plat.: adv. -λως, Plat., etc.