δογκιχωτικός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό και δονκιχωτικός, -ή, -ό
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στον Δον Κιχώτη, μεγαλομανής, φαντασιόπληκτος
2. αυτός που δείχνει ψεύτικη γενναιότητα μπροστά σε ανύπαρκτους κινδύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ι. Σκυλίτση].