δυσαρέσκεια
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η
1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος
2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τον άκουσα με δυσαρέσκεια»)
3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο
4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση.