δυσαρέσκεια

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

η
1. το να δυσαρεστηθεί κάποιος
2. το δυσάρεστο συναίσθημα, συναίσθημα δυσφορίας («τον άκουσα με δυσαρέσκεια»)
3. μομφή που εκφράζεται από προϊστάμενο προς υφιστάμενο
4. αφορμή δυσαρέσκειας, παρεξήγηση.