δυσδιόδευτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = δυσδι-ήλῠτος, Hsch.; of a child's tissues, Sor.1.95.
Greek (Liddell-Scott)
δυσδιόδευτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
1 de difícil paso, intransitable τόποι Pall.Gent.Ind.1.14, χωρίον Olymp.M.93.245D, cf. Hsch.s.u. δυσδιήλυτα, Eust.1001.28.
2 de un lactante que deja pasar con dificultad βρέφος ... δυσδιόδευτον ... πρὸς τὸ παχύτερον ἀκμὴν γάλα Sor.2.10.71.
Greek Monolingual
δυσδιόδευτος, -ον (AM)
1. ο δυσδίοδος
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσδιόδευτον
το δύσκολο πέρασμα.