ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
ἐγκελεύω (Α)
1. προτρέπω, παρακινώ
2. μέσ. διατάσσω, παραγγέλλω
3. φρ. «τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύομαι» — σαλπίζω έφοδο.