εισπηδώ

From LSJ
Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

(AM εἰσπηδῶ, -άω)
πηδώ μέσα
μσν.- νεοελλ.
κατορθώνω να καταλάβω θέση ή αξίωμα με δόλιο τρόπο ή αντικανονικά
μσν.
πηδώ επάνω, ανεβαίνω
αρχ.-μσν.
εμφανίζομαι, μπαίνω με ορμή, επιτίθεμαι.