ἐκκαύλημα
From LSJ
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
English (LSJ)
ατος, τό,
A stalk put forth, Gal.19.153 (s.v. φύσιγγα).
German (Pape)
[Seite 762] τό, ein aufgeschossener Stengel, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαύλημα: τό, ὁ φυόμενος καυλός, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bot. tallo de ciertas hortalizas, Gal.19.153, Sch.Ar.Ra.621D., Sud.s.u. βασανίζειν.