πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
-η, -ο (AM ἔκνομος, -ον)
παράνομος, άδικος («ἐκνομη ενέργεια»)
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έκνομον
παρανομία
αρχ.
1. αποκηρυγμένος
2. τερατώδης, αποτρόπαιος.