εκρίζωση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η και ξερίζωμα, το (Μ ἐκρίζωσις και ἐκρίζωμα)
απόσπαση από τη ρίζα, ξερίζωμαεκρίζωση αμπελιού»)
νεοελλ.
1. η συγκομιδή με ειδικές εκριζωτικές μηχανές τών φυτών που καλλιεργούνται για τις ρίζες (βολβούς) τους
2. ιατρ. «εκρίζωση όγκου» — η καθολική εξαίρεση όγκου.