εκπράσσω
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
ἐκπράσσω και αττ. τ. ἐκπράττω και ιων. τ. ἐκπρήσσω (Α)
1. αποπερατώνω, κατορθώνω
2. καταστρέφω, σκοτώνω
3. απαιτώ, εισπράττω
4. τιμωρώ, εκδικούμαι.