γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
(AM ἐκτραχύνω)1. κάνω κάτι τραχύ ή σκληρό, σκληραίνω2. μτφ. παροξύνω, ερεθίζω, εξοργίζω.