μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ)
1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία
αρχ.
1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει
2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.