εκπολιορκώ

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκπολιορκῶ)
1. εξαναγκάζω πόλη ή περιοχή να παραδοθεί μετά από πολιορκία
αρχ.
1. αναγκάζω με τα επιχειρήματά μου αντίπαλο να υποκύψει
2. βρίσκομαι σε δύσκολη θέση σαν να πολιορκούμαι.