έμμοχθος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔμμοχθος, -ον)
αυτός που γίνεται ή επιτυγχάνεται με μόχθο, πολύμοχθος, κοπιώδης
αρχ.
(για τραύμα) αυτός που προκαλεί πόνο.