ενδεκάμηνος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἑνδεκάμηνος, -ον)
(για νεογνά ζώων) αυτός που γεννιέται μετά από κύηση ένδεκα μηνών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ηλικία ένδεκα μηνών («ενδεκάμηνο βρέφος»)
2. αυτός που διαρκεί ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη προθεσμία»)
3. αυτός που χορηγείται για ένδεκα μήνες («ενδεκάμηνη άδεια»)
4. το ουδ. ως ουσ. το ενδεκάμηνο
χρονικό διάστημα ένδεκα μηνών.