ἐνεχύρωμα
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ατος, τό,
A = -ασμα, EM706.41 (pl.).
Greek Monolingual
ἐνεχύρωμα, το (Α) ενεχυρώ
αυτό που λαμβάνεται ως ενέχυρο, το ενεχύρασμα.