εντρέχεια
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
ἐντρέχεια, η (AM)
1. άσκηση, δεξιότητα, ικανότητα για κάτι
2. φρ. «ἐντρέχειαι τῶν ζῴων» — φυσικές ορμές, ένστικτα
3. γεν. ένστικτο
4. τρόπος επεξεργασίας ενός προϊόντος («μετήνεγκαν τὴν ἰουδαϊκὴν ἐντρέχειαν... τοῡ φοίνικος», Στράβ.).