εξαντλητικός
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-ή, -ό εξάντληση
1. αυτός που εξαντλεί, που εξασθενίζει εντελώς τις δυνάμεις («εξαντλητική δίαιτα»)
2. αυτός που εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια τα στοιχεία μιας υπόθεσης («εξαντλητική ανάκριση»).