ἐξῃρημένως
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
Adv.
A transcendentally, v. ἐξαιρέω.
German (Pape)
[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
Greek Monolingual
ἐξηρημένως (Α)
επίρρ.
1. εξαιρετικά, υπερβολικά
2. τελικά, τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του εξηρημένος < εξαιρούμαι].