εξευτελισμός
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
Greek Monolingual
ο (AM ἐξευτελισμός) εξευτελίζω
το να καταστεί κάτι τελείως ευτελές, η απώλεια της αξίας («ο εξευτελισμός του νομίσματος, τών αντιπάλων, τών θεσμών» κ.λπ.).