εξιχνεύω
From LSJ
Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert
Greek Monolingual
ἐξιχνεύω (AM)
1. εξιχνιάζω, ανακαλύπτω («ἐξιχνεύσατε τὸν θηλύμορφον ξένον», Ευρ.)
2. ερευνώ και) ανακαλύπτω τη σημασία (λέξης κ.λπ.) («τὸν ἐν ἐκάστῃ συλλαβῇ... νοῡν ἐξιχνεύειν», Πλούτ.)
αρχ.
φρ. «ἐξιχνεύω Ἑλλάδα γλῶσσαν» — προσπαθώ να μιλήσω Ελληνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- + ιχνεύω (< ίχνος)].