εξώδερμα

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source

Greek Monolingual

το
1. το καλυπτήριο σύστημα του γαστριδίου από το οποίο δημιουργούνται το περιφερειακό και το νευρικό σύστημα, τα αισθητήρια όργανα, το δέρμα και τα παράγωγα του
2. εξωτερικό περίβλημα
3. (ως επίρρ.) εξώδερμα και ξώδερμα
στην επιφάνεια του δέρματος («τον πήρε η πέτρα ξώδερμα»).