εξισώνω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

(AM έξισῶ, -όω)
1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.)
2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλοὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.)
3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια αξία («πειρᾱσθε χρηστοὺς ὑμᾱς αὐτοὺς παρέχοντες ἐξισοῡσθαι τοῑς προέχουσιν», Ισοκρ.)
αρχ.-μσν.
ισοπεδώνω («ἐξισωθέντος τοῡ μέχρι τῶν τειχῶν διαστήματος»)
αρχ.
1. φέρνω στο ίδιο επίπεδο
2. είμαι ίσος, όμοιος («μητρὶ δ' οὐδέν ἐξισοῑ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ισώ (< ίσος)].