επαγωγέας
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
Greek Monolingual
ο (Α ἐπαγωγεύς)
νεοελλ.
σύστημα που χρησιμεύει για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
βλ. επάγον
αρχ.
1. στρώμα πηλού πάνω σε τοίχο
2. στον πληθ. αυτοί που εισάγουν τις μηνιαίες δίκες («οἱ τάς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες
ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί», Πολύδ.).