Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επαγωγέας

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

ο (Α ἐπαγωγεύς)
νεοελλ.
σύστημα που χρησιμεύει για την παραγωγή μαγνητικού πεδίου σε μηχανές παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος
βλ. επάγον
αρχ.
1. στρώμα πηλού πάνω σε τοίχο
2. στον πληθ. αυτοί που εισάγουν τις μηνιαίες δίκες («οἱ τάς ἐμμήνους δίκας ἐπάγοντες
ἦσαν δὲ προικός, ἐρανικοί, ἐμπορικοί», Πολύδ.).