επαντλώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

ἐπαντλῶ, -έω (Α)
1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι
2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)
3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)
4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.