ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
(AM ἐπιδαψιλεύω)
χορηγώ πλουσιοπάροχα
αρχ.
1. υπάρχω σε αφθονία
2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι
διασαφώ, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].