επιδαψιλεύω
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(AM ἐπιδαψιλεύω)
χορηγώ πλουσιοπάροχα
αρχ.
1. υπάρχω σε αφθονία
2. μέσ. έπιδαψιλεύομαι
διασαφώ, εξηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δαψιλεύω «παρέχω σε αφθονία»].