επιπρόσθετος
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»).
επίρρ...
επιπροσθέτως και -α
επί πλέον, εκτός τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη].