επισωρεύω
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
(AM ἐπισωρεύω)
(για πρόσ.) (ενεργ. και μέσ.) συγκεντρώνω, συσσωρεύω, μαζεύω (α. «τα πλήθη βλέπω να επισωρεύωνται», Κάλβος
β. «ἐπισωρεύσουσι διδασκάλους», ΚΔ)
νεοελλ.
συσσωρεύω, σωριάζω («αυτός ο πόλεμος επισώρευσε πολλές συμφορές στη χώρα»)
μσν.
σωριάζω πάνω σε κάτι
αρχ.
προσθέτω κάτι στον σωρό που ήδη υπάρχει («μέλλοντος δὲ τοῡ κυνικοῡ τούτοις ἐπισωρεύειν τινά», Αθήν.).